φακή

φακή
Ποώδες φυτό της οικογένειας ή υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα)· με το ίδιο όνομα αναφέρονται και τα εδώδιμα σπέρματα του φυτού. Η φ. έχει φύλλα φτερωτά αρτιόληκτα, με φυλλάρια ωοειδή-προμήκη, μικρά· το επάκριο φυλλάριο κάθε φύλλου έχει μετατραπεί σε μικρή έλικα· τα άνθη είναι λευκά, οι χέδρωπες μικροί και πιεσμένοι και περιέχουν δύο ή τρία σπέρματα, στρογγυλά, φακόμορφα, πιεσμένα, με ευχάριστη γεύση και υψηλή θρεπτική αξία. Η καλλιέργειά της είναι διαδεδομένη σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της Ασίας· φαίνεται ότι η καλλιέργειά της και η χρήση της για διατροφή ήταν γνωστή από τους προϊστορικούς χρόνους. Στην Ελλάδα καλλιεργείται σε όλα τα διαμερίσματα, αλλά κυρίως στη Μακεδονία, Θεσσαλία και Στερεά Ελλάδα. Καλλιεργούνται τρεις κυρίως ποικιλίες: ξανθή φ., καστανή φ. και παρδαλή φ.
* * *
η, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φακέα Α
βοτ. κοινή, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ονομασία τού γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λενς, που ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή ή φαβίδες
β) κοινή, σήμερα, ονομασία τού είδους φυτών Lens esculenta ή Lens culinaris και τού εδώδιμου σπέρματός του, που αποτελεί μια από τις αρχαιότερες καλλιεργούμενες τροφές τού ανθρώπου και πολυτιμότατο όσπριο
νεοελλ.
φρ. α) «αντί πινακίου φακής» — αντί μηδαμινής αμοιβής, με ευτελές αντάλλαγμα
β) «παλληκάρι τής φακής»
ειρων. θρασύδειλος
γ) «φακή τών νερών»
βοτ. κοινή ονομασία τριών ειδών τού γένους φυτών λέμνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. - / -έα (πρβλ. συκ- / -έα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φακῆ — dish of lentils fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακῇ — φακῆ dish of lentils fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακή — η 1. είδος θρεπτικού όσπριου της οικογένειας Ψυχανθή. 2. ο καρπός αυτού του όσπριου. 3. φαγητό με αυτό το όσπριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φακᾶ — φακῆ dish of lentils fem nom/voc/acc dual (attic doric) φακῆ dish of lentils fem nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακᾶς — φακῆ dish of lentils fem acc pl (attic doric) φακῆ dish of lentils fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακῆι — φακῇ , φακῆ dish of lentils fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακαῖ — φακῆ dish of lentils fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακῆν — φακῆ dish of lentils fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακῆς — φακῆ dish of lentils fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”